Τετάρτη 21 Μαΐου 2008

Λεξικό Κυπριακής διάλεκτου

Α
ακκάννω = δαγκώνω

αλόπως = μήπως, πιθανώς

αμινιάζω = υπολογίζω

αμπλέπω = βλέπω

αμπούστα = κουτί

αντζελοσσιάστηκα = τρόμαξα

αντινάσσω = τινάζω

αξινόστραφη = ανάποδη

απόπατος = αποχωρητήριο

άππαρος = άλογο

αππιθκιά = αχλαδιά, ένδειξη κοντινού χώρου

άρκοψες = αύριο βράδυ

αρμαρόλα = μικρή ντουλάπα

αρφός, αρφή = αδελφός, αδελφή

ασσιελιά = ένα σκέλος (για μήκος)

ατζία = άκρη του ψωμιού

αφτένω = ανάβω

άψε το = άναψε το

αψιουρίζομαι = φταρνίζομαι

Β
βάκλα = η ουρά του προβάτου

βαρκούμαι = βαριέμαι

βαστώ = κρατώ

βίτσα = μαγγούρα, έγινες ~ αδυνάτισες

βλαντζί = συκώτι

βόρτακος = βάτραχος

βόρτος = χοντρός

βούκκα = μάγουλο

βουκκαλλέτικον = μπούλλης

βουναλλούι = μικρός λόφος

βούρνα = νεροχύτης

βουρώ = τρέχω

βρίξε = σώπα (προστακτική)

Γ
γάρος = γαϊδούρι

γιουτά μου = με βολευεί

Δ
δισκοθήκη = ντίσκο

δρώμα = ιδρώτας



Ε

εβόλυσα = πάτησα λάσπες

ελαόθικα = τρελάθηκα

ελύσσιασα = πεινάω πολύ (έχω λυσσάξει από την πείνα)

έππεσεν το αρφάλι μου = πεθαίνω της πίνας (έπεσε ο αφαλός μου)

έρκουμαι = έρχομαι

έσιει = έχει

έσσω = μέσα

εφάτσησα = χτύπησα

Ζ

ζάβαλλι = αλίμονο

ζαβός = στραβός

ζάμπα = μπούτι

ζίλικουρτι = σκασμός

ζώλος = άσχημη μυρωδιά, βρωμιά

Η

ήντα = τι

ήντα μπον τούτον; = τι είναι αυτό;

Θ

θκιούλλα = θεία

θωρώ = βλέπω

Κ

καϊλώ = δέχομαι

κάκκαφα = πολύ ανώμαλα εδάφη

καλώ = αμέ

καμμώ = κλείνω τα μάτια μου

καρκασιαλλίκκι = φασαρία

καρκόλα = κρεβάτι

καρτζί = απέναντι

κάττος = γάτα

κατρακύλα = τσουλήθρα

κατσιαρίζω = κάνω θόρυβο

καύκει = καίει

κάφκα = ερωμένη παντρεμένου άντρα

κκελλέ = κεφάλι

κκελλέ κουλούμπρα = αγύριστο κεφάλι

κόλλα = χαρτί

κοτζιάκαρη = γερόντισσα

κοτολεττα = μπριζόλα

κούλλουφος = ατημέλητος

κουφή = φίδι

κρούζω = καίω

κρώννουμαι = ακούω, συμβουλεύομαι

κωλοσύρνω = τραβώ

Λ

λαλώ = λέω

λαός = λαγός

λάου λάου = σιγά σιγά

λάσσω = γαυγίζω

λαφαζάνης = αυτός που λέει βλακείες (εξωπραγματικά γεγονότα)

λίξης = λιγούρης

λυσσιάρης = λιγούρης

λυσσιοπεινώ = πεθαίνω της πίνας

λουβώ = μαδάω

λούκκος = λακκάκι, τρύπα στο έδαφος

Μ

μαΐρισσα = κατσαρόλα

μαϊττάππι = κορόιδεμα

μαλαχτός = μαλακός, ο ευάλωτος

μαννός = ηλίθιος

μάππα = μπάλα

μάππουρος = κουκουνάρι

μαυρού = Φιλιππινέζα, Σριλανκέζα

μεζετζής = αυτός που του αρέζουν οι μεζέδες

μίλλα = λίπος ζώου (χρησιμοποιείται στα σουβλάκια)

μιτσής = μικρός

μοτόρα = μοτοσυκλέτα

μούλος/λα = μουλάρι

μουτταρκά = κορυφή

μούττη = μύτη, κορυφή

μούχτιν = δωρεάν

μιάλος = μεγάλος

Ν

νησιάνι = διακριτικό υπαξιωματικού (γαλόνια)

ντζίζω = αγγίζω

Ξ

ξημαρισμένος = λερωμένος

Ο

όϊ = όχι

ολάν = τι νόμιζες

οξά = ή

όξινο = λεμόνι, ξινό

ούσσου = σιώπα (προστακτική)

ούτσιαλι = πολύ φαΐ (φάγαμε το …. μας!)

Π

παγκούι = παγκάκι

παουρίζω = φωνάζω

παπίλλαρος = τα πρώτα σύκα

παπίρα = πάπια

πάππαλλα = τέλος

παραπόττης = αυτός που κάνει ατιμίες

παρπέρης = κουρέας

πασιαμάς = χαβαλές

πασιής = παχύς

πατανία = κουβέρτα

πατσαρκά = χαστούκι

πατσιαούρι = πατσαβούρα

πατταλόνι = παντελόνι

παττίχα = καρπούζι

πεζούνι = περιστέρι

πιθκιαβλοζάμπης = τα πόδια του είναι λεπτά σαν πιθκιαύλι (ελλ. αυλός)

πιλέ = ήδη

πίσσα = τσίχλα

πιττώνω = πλακώνω

ποδά = απ’ εδώ

ποθκιάντροπος = ξεδιάντροπος

ποΐνες = μπότες

πολογιάζω = διώχνω

πομιλόρι = ντομάτα

πόμπα = βόμβα

ποξαμάτι = παξιμάδι

πορνόν πορνόν = πρωί πρωί

πότσα = μπουκάλα

ποτζεί = απ’ εκεί

πουλλαόφωνος = άντρας που μιλά με λεπτή φωνή

πουπούξιος = κουκουβάγια

πόφκαλες με = με κούρασες

ππαραόπιστος = τσιγκούνης, φυλάργυρος

ππεζεβένκης = κερατάς

ππούλλι = βλήμα (ηλίθιος)

ππουνιά = γροθιά

ππουρτού (τα) = συμπράγκαλα (υπάρχοντα)

πρότσα = πιρούνι

πυρκόλα του την = χτύπα τον

πύρουλλος, πυρά = ζέστη, καύσωνας

Ρ

ρέσσω = περνώ

ριάλια = λεφτά

ρότσος = πέτρα

Σ

σαντανοσιά = ανακατωσούρα

σιακατούρι = κατηφόρα

σιεηττάνης = σατανάς, πονηρός

σιέσιης = δειλός

σιονώνω = χύνω

σιόρ = κύριος

σιουτζιούκκος = παραδοσιακό κυπριακό γλυκό από μούστο (μοιάζει με δυναμίτη)

στέκκα = λεπτός/ή

στράτα = δρόμος

σύξηλος = άναυδος

συνάω = μαζεύω

συντυχάνω = μιλώ

σύρνω = ρίχνω

Τ

τάβλα = τραπέζι / κρεβάτι

τάνγκα = ακριβώς

ταπέλλα = πινακίδα

ττάππος = κοντός / τάπα

τατάς = νονός

τζαι = και

τζυλώ = κυλάω

τζείνη = αυτή

τζείνος = αυτός

τζιαμέ = εκεί

τζιενκένης = τεμπέλης

τζισβές = μπρίκι

τζοιμισμένος = κοιμισμένος

τζυλώ = κυλώ

τουρτουρώ = κρυώνω

τσαέρα = καρέκλα

τσεντί = πορτοφόλι

τσιλλώ = πλακώνω

τσούρα = κατσίκα

Φ

φακκώ = χτυπώ

φάουσα = σκασμός

φιλούθκια = φιλάκια

φκάλλω = βγάζω

φκιολί = βιολί

φκιόρο = λουλούδι

φλόκκος = σφουγγαρίστρα

φόκος = φωτιά

φουντάνα = βρύση

Χ

χάι χούι = χαβαλές

χαμέ = κάτω

χαρτωμένος = αρραβωνιασμένος

χογλά = βράζει

χτηνό = ζώο (κάποιος πολύ δυνατός)

χτητζιολοά = βρωμάει άσχημα

χτιτζιόν = αηδία, πολύ βρώμικο

Ψ

ψατζή = κρυο

Δεν υπάρχουν σχόλια: